- φιλοκιθαριστής
- φῐλο-κῐθᾰριστής, οῦ, ὁ,A lover of the cithara, Plu.2.633a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκιθαριστής — ὁ, Α, τ. θηλ. φιλοκιθαρίστρια, Μ αυτός που τού αρέσει να παίζει κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κιθαριστής] … Dictionary of Greek
φιλοκιθαριστοῦ — φιλοκιθαριστής lover of the cithara masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)